οισοφαγίτιδα

οισοφαγίτιδα
η
ιατρ. οξεία ή χρόνια φλεγμονή τού βλεννογόνου τού οισοφάγου που μπορεί να έχει λοιμώδη, τοξική ή αλλεργική αιτιολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oesophagitis (< οισοφάγος + -ίτιδα*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαφραγματοκήλη — Προεκβολή ενός κοιλιακού οργάνου μέσα στον θώρακα μέσω του διαφράγματος. Το διάφραγμα είναι μία μυομεμβρανώδης δομή που χωρίζει τον θώρακα από την κοιλιά. Περιέχει ένα άνοιγμα (τμήμα), μέσω του οποίου περνά ο οισοφάγος για να ενωθεί με το στομάχι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”